- κατακλείσητε
- κατακλείωshut inaor subj act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακλείσητ' — κατακλείσητε , κατακλείω shut in aor subj act 2nd pl κατακλείσηται , κατακλείω shut in aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… … Dictionary of Greek